600true dots bottomright 100true false 800none
  • 16000 fade false 60 bottom 30 https://www.facebook.com/localsmarketcafe/
    Slide2 
  • 5000 fade false 60 bottom 30 https://www.alimoslive.gr/probalete-thn-epixeirhsh-sas-sto-alimoslivegr
    Slide3 

18 Ιανουαρίου η μέρα που γεννήθηκε και πέθανε…

«Κάθε δαχτυλιά στο μπουζούκι του στιγμή ιερή»

Γράφει η Ζέτα Φλισκανοπούλου

«Ο Βασίλης Τσιτσάνης «επαναστάτης» και «αναμορφωτής» έπαιξε εξευγενίζοντας το ρεμπέτικο τραγούδι (Στελλάκης Περπινιάδης) κι αποκαθαίροντας το από κάθε πρόστυχο και χαμηλό»(Ντ.Χριστιανόπουλος)

Όσοι χαρακτηρισμοί και αν του αποδόθηκαν κατά καιρούς όλοι συγκλίνουν στο ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης «υπήρξε ο συνθέτης με την πλουσιότερη φαντασία σε μουσικά θέματα και ποιητικές ιδέες, που ασχολήθηκε με την δομή των μελωδιών του και την ποιητική φόρμα των στίχων, παράλληλα προχώρησε την τεχνική παιξίματος του μπουζουκιού, ενώ ταυτόχρονα εξέλιξε ηχοχρωματικά την παραδοσιακή λαϊκή ορχήστρα.»Δεν είναι τυχαία η φράση του Μανώλη Χιώτη «Ο Τσιτσάνης είναι συνθέτης δεν είναι τραγουδοποιός»

 

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ…Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Πριν αρκετά χρόνια η Ελευθεροτυπία δημοσίευσε για πρώτη φορά κάποια από τα τελευταία χειρόγραφα του Βασίλη Τσιτσάνη που αναφέρονταν στα παιδικά του χρόνια και γίνονταν έντονη αναφορά στον αναπάντεχο χαμό του πατέρα του το 1927.Το μόνο που κληρονόμησε σε ηλικία 12 ετών ήταν μια Ιταλική μάντολα…η αιτία για την ψυχική του ανάταση προς την τέχνη.

«…Όσο ζούσε δεν άφηνε να τα αγγίξει κανείς. Όταν πέθανε, το έπιασα στα χέρια μου και άρχισα να το σκαλίζω. Πρώτη φορά άγγιζαν τα χέρια μου στα τέλια το όργανο. Είχα μαγευτεί.Δεν ξεκολλούσα ώρες ολόκληρες, δεν με ενδιέφεραν τα παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχα απομονωθεί, ζούσα σε έναν κόσμο μοναξιάς, απομόνωσης λόγω σκεπτικισμού και μπορώ να πω μελαγχολισμού…»

Οι παιδικοί του φίλοι και συμμαθητές του διορατικοί και έξυπνοι βλέποντας τον να έχει πάντα μαζί το μπουζούκι του και το μεράκι του για αυτό, πίστευαν ότι ο δικός τους Βασίλης , ο φίλος που μοιράζονταν το τσιγαριλίκι θα γίνει κάποτε ξακουστός. Χαρακτηριστικά τα όσα θυμάται ο Απόστολος Μήτσιος «όλοι λέγαμε ότι ο Βασίλης θα γίνει ξακουστός διότι ήταν δουλευτής και φτωχός και η φτώχεια τέχνας κατεργάζεται. Οι φτωχοί, ως μη έχοντες ζορίζονται και προχωρούν, οι πλούσιοι νομίζουν ότι είναι προχωρημένοι»

Oσοι τον γνώρισαν γυμνασιόπαιδο στο 1930-32, όσοι πήγαιναν μαζί του σχολείο στη συνοικία Βούβη στα Τρίκαλα, τον θυμούνται ως ένα λεπτό και αδύνατο παιδί, σχεδόν ασθενικό.Στα διαλλείματα στο τζαμί καπνιζαν κρυφά το τσιγαριλίκι τους και έλεγαν τα δικά τους. « Στα σχολικά μαθήματα ήταν σχεδόν καλός σας όλους, γνώριζε όμως όλους τους τραγουδιστές, τους μακάριζε, τους επαινούσε και τους ποθούσε. Μας έλεγε ότι και στον ύπνο του βλέπει όλο καλλιτέχνες μουσικούς, Ήταν άνθρωπος επίμονος, επέμενε στην δουλειά του μπουζουκιού. « Μ΄ αυτήν θα ζήσω» έλεγε

Έντονες όμως και οι μνήμες για τα τραγούδια που έπαιζε τα ανοιξιάτικα βράδια με το μπουζουκάκι του κάτω από το παράθυρο όσων ασχολούνταν με την εκκλησιαστική ψαλτική «Κάποτε κάτω από το παράθυρο μας έπαιζε το τραγούδι «το γελεκάκι που φοράς».Εμείς οι άλλοι ψάλαμε μια ακολουθία, τον χαβά μας.Φώναξε ο Τσιτσάνης «Βρε σεις κωλόπαιδα πασχίζετε να καλογερέψετε;» Εγώ του απάντησα « Και εσύ αποφάσισες να γυφτέψεις;»

Τα μαθητικά χρόνια έφυγαν οι μνήμες όμως όχι. Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέτυχε στην πρόβλεψη του «Θα γίνω γνωστός στην Αθήνα στην Ελλάδα να φημιστουν τα Τρίκαλα»

 

ΟΙ ΑΡΜΟΝΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΙΜΟ-ΣΕΚΟΝΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙΑ

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήρθε στην Αθήνα το 1937 έχοντας στις αποσκευές του «35 καντάδες»που έκαναν αμέσως αίσθηση «σ΄ενα χώρο μουδιασμένο από την επιβολή της μεταξικής λογοκρισίας» Σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη «Ότι κάποιος βλάχος (έτσι μου έλεγαν λόγο επαρχίας) παίζει φοβερό μπουζούκι και σιγοτραγουδάει καταπληκτικά τραγουδάκια»

Ο Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαικό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Δίκαια λοιπόν υμνήθηκε για την άμεση παρέμβαση του στην φυσιογνωμία του λαικού τραγουδιού της εποχής του θεωρήθηκε συνθέτης με την πλουσιότερη φαντασία σε μουσικά θέματα και ποιητικές ιδέες , κάτι που το γνώριζε και ο ίδιος. «Μπορώ να κάνω μια καντάδα να την τραγουδάει όλη η Ελλάδα» έλεγε και το εννοούσε. « Όταν βγήκε η Αρχόντισσα που αυτή έχει αρμονίες την τραγουδούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις από το Κολωνάκι μέχρι το τελευταίο χωριό. Αρμονίες έχει αυτή, όπως το «θα πάω στην αραπιά» το «ότι και αν πω» και άλλα… δηλαδή θέλω να πω ότι έτσι που τα έγραφα και τα τραβούσα το χρόνο,τα έκανα πιο φανταχτερά»… «οι αρμονίες είναι τα πρίμο-σεκόντο τραγουδάκια, τα λεγόμενα ματζοράκια, μινοράκια»

Ο Τσιτσάνης μπήκε στον χώρο του ρεμπέτικου το 1937 μαζί με τον Καλδάρα. Σε Σχέση με τα Σμυρνέικα και τα παλαιότερα ρεμπέτικα έλεγε «Κατάλαβα ότι αυτά τα τραγούδια δεν μου ταίριαζαν, διότι έχω δικό μου μουσικό κόσμο»… «Το παλιό τραγούδι, το μόρτικο, το πρώτο, το λίγο χασικλίδικο, το λίγο αλανιάρικο, το περιφρονημένο από πολλούς, αυτό που με την γνώμη μου έχει και σχέση με την έννοια της λέξεως ρεμπέτης».

Το νεογένητο λαικό ταγούδι πάλεψε με μια βαριά ατμόσφαιρα και αντέδρασε με την ποιότητα του. Ο Βασίλης Τσιτσάνης το 1938 αποκλεισμένος στο πειθαρχείο του στρατοπέδου όπου υπηρετούσε κατάφερε να ταξιδέψει με τους στίχους του σε δυο κόσμους τελείως διαφορετικούς, στις φτωχογειτονιές όπου μεγάλωσε και στην ζούγκλα με το Χόλιγουντ!!

« Η συνοικία μου δεν έχει άσφαλτο/δεν έχει μέγαρα ούτε και τραίνα/η κάθε γειτονιά είναι όλο χώματα/και τα σπιτάκια της φτωχοχτισμένα»

«…Να πάω μες την Αφρική τα μερη να γυρίσω/παίζοντας το μπουζούκι μου τους μαύρους να ελκύσω…/τα φράγκα σαν τελείωσουνε, πρίμος σαν έρθει αέρας/μπαρκάρω για το χόλιγουντ, να πάω να γίνω αστέρας» ( Οτσιτσάνης στην Ζούγκλα-χασάπικο του 1938)

Χαρακτηρισμένος ως ο πολυγραφότερος συνθέτης του Ελληνικού τραγουδιού γράφει συνολικά επτακόσια τραγούδια στα 45 χρόνια καριέρας του. Στην προσπάθεια του για ουσιαστική πρωτοτυπία κάνει πιο πλούσιες τις ενορχηστρώσεις στα τραγούδια του και τις «εισαγωγές» του τις ψάχνει όσο κανείς άλλος.

«Η εισαγωγή είναι η ζωή μου έλεγε «Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μια εισαγωγή, ότι τα δάχτυλα μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίμα. Μίλαγε η ψυχή και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. ¨Εκανα πολύ καιρό εγω για να φτιάξω ένα τραγούδι. Έβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ότι έβγαινε από την ψυχή μου.Υπήρχε βράχος που έπρεπε να σπάσω για να περάσω. Μάτωνα ολόκληρος για να δώσω αυτό που είχα μέσα μου.΄Ετσι γίνονται τα τραγούδια. Εγω για να γράψω ένα τραγούδι όπως το ήθελα πέταγα εκατό. Το ένα δεν μου άρεσε, το άλλο δεν με ικανοποιούσε πολύ και πάλι από την αρχή. Όσο κι αν κουραζόμουνα, είχα φοβερές απαιτήσεις από τον ευατό μου, από το έργο που έφτιαχνα από την δουλειά μου.Ζόριζα τον εαυτό μου να δημιουργεί έργα και ήθελα  κάθε δαχτυλιά να μένει με ανεξίτηλα γράμματα. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν» («Απομνημονεύματα επιμέλεια: Κ.Χατζηδουλή)

Με οξύτατη κριτική ματιά τραγουδάει την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας, «Ήταν φτωχοκόριτσο η Μαρία, μας έχει κάλλη αρχοντικά/που την κάνουν γρήγορα κυρία με γούνες και χρυσαφικά… ταμαθε στο πί και φι η Μαρία, οκει, γιές και παρλεβού/στη μοντέρνα πολυκατοικία μέσα σε τρια ραντεβού…»

Το 1949 το περιοδικό «Μοντέρνο τραγούδι» μέσω ενός διαγωνισμού τον αναδεικνύει ως τον «δημοφιλέστερο λαικό συνθέτη της Ελλάδας» Το όνειρο του να τραγουδιέται από το Κολωνάκι ως το τελευταίο χωριό έχει γίνει πραγματικότητα. «Μπορείς να ζεις στο Κολωνάκι, μα λαχταράς το μπουζουκάκι/ είσαι το φρούτο του καιρού, ο μάγκας του γλυκού νερού.Από το σουίγκ και το φαξάκι, το γύρισες στο ζειμπεκάκι/ και κάνεις στάχτη το ντουνιά για μια μαγκίτικη πενιά»

Ο Λάμπρος Λιάβας σε σχετικό άρθρο του για το έργο του συνθέτη τόνιζε «Ο Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαικό τραγούδι από το όρια της περιθωρικής κοινωνικής ομάδας και να το εντάξει σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα». Ο Τσιτσάνης πέτυχε την «Επανάσταση» του γιατί υπήρξε ένας άξιος δουλευτής που δεν επαναπαύτηκε απλά στο ταλέντο του αλλά εργάστηκε σκληρά και με συνέπεια»

 

 

ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ…

Η ουσιαστική επαφή του δημοσιογράφου και συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού με τον Βασίλη Τσιτσάνη άρχισε μετά την μεταπολίτευση, όταν νοίκιασε ένα σπίτι στην Καισαριανή, ακριβώς πάνω από το κέντρο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν ο Τσιτσάνης.

«Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί μου ερχόταν ο απόηχος της μουσικής του κέντρου.΄Ετσι αντί να παιδεύομαι στα σεντόνια ώσπου να με πάρει ο ύπνος κατέβαινα κάθε βράδι στο «χάραμα» και ξενυχτούσα εντός του κέντρου, πήγαινα για ύπνο όταν το πρόγραμμα τέλειωνε το Χάραμα.» ¨¨Υστερα βέβαια από ένα χρόνο εξαρτήθηκε τόσο πολύ από την μουσική του που όπως υποστηρίζει «Δεν μπορούσε να ζήσει δίχως του»

Ο λόγος του γίνεται ποίηση όταν  σκιαγραφεί το προφίλ αυτού του σπουδαίου συνθέτη «Εκείνο που είναι σημαντικό, που αξίζει να καταγραφεί είναι η μορφή του. Ψηλός και ξερακιανός, σαν βυζαντινός άγιος, με ένα χαμόγελο που σε έσφαζε με την γλυκύτητα του ευαίσθητος σας φύλλο στις επιθέσεις του φωτός, απορροφητικός του άλλου όταν άκουγε και πομπός χειμαρώδης όταν σου μιλούσε, ο Τσιτσάνης είναι το πρόσωπο του Τσιτσάνη»

Ένα τηλεφώνημα του ζωντανού μύθου του τραγουδιού το 1974 άλλαξε και την ζωή της Δήμητρας Γαλάνη «Μου ζήτησε να τραγουδήσω ένα τραγούδι που είχε πει η Στέλλα Χασκίλ, το «Ακρογιαλιές, δειλινά» , δεν μπορούσα να υποψιαστώ βέβαια ότι με αυτή την εκτέλεση θα σημάδευα την καριέρα μου και θα περνούσα στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού ως η μοναδική της γενιάς μου που αργότερα ο δημιουργός θα έγραφε τραγούδια ειδικά για την φωνή μου στον δίσκο με γενικό τίτλο το «Σκοπευτήριο». Να όμως τι θυμάται κάθε φορά που αγγίζει τα τραγούδια του «κάθε φορά που αγγίζω το λαικό τραγούδι, είναι μια φωνή μου που μέχρι τη στιγμή της συνάντησης μαζί του αγνοούσα-ενω εκείνος την ήξερε από πριν- και μου την απέσπασε με τον τρόπο που μόνο ένας μεγάλος δημιουργός ξέρει»

Αυτό το χάδι για την ζωή του και το μαγικό του έργο, έρχεται σαν επίλογος ενός μεγάλου έργου από όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να τον αγαπήσουν.

«Ταμένος στο τραγούδι μια ολόκληρη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης. Να γράφει μουσική, στίχους και να τραγουδάει «νύχτες μαγικές και ονειρεμένες»-με την χαρακτηριστική φωνή του-ως το τέλος»

 

 

 

 

 

 

Bolivar

Διαφημίσεις
Διαφημίσεις