Από τον Σεπτέμβριο του 1981, ένας «δράκος» δρούσε στα νότια προάστια της Αθήνας. Χτυπούσε πάντα Σαββατοκύριακο, στόχευε γυναίκες τις οποίες βίαζε, έχοντας στραγγαλίσει και δύο από αυτές. Συνελήφθη σχεδόν δυο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1983. Η κοινή γνώμη έμεινε εμβρόντητη από το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα άτομο υπεράνω πάσης υποψίας, πλήρως ενταγμένου στην κοινωνία, φυσιοθεραπευτή, παντρεμένου και πατέρα ενός παιδιού. Ήταν ο 37χρονος Σπύρος Μπέσκος.
Τα εγκλήματα
Ο Μπέσκος γεννήθηκε το 1946 στην Κυπαρισσία και την εποχή των εγκλημάτων του έμενε στον Νέο Κόσμο, όπου διατηρούσε και το φυσιοθεραπευτήριό του. Ήταν αυτό που λέμε «υπόδειγμα», σε όλους τους τομείς: καλός οικογενειάρχης, άριστος σύζυγος και πατέρας, χαρισματικός θεραπευτής, αγαπητός μεταξύ συγγενών και φίλων. Αυτά Δευτέρα με Παρασκευή. Τα Σαββατοκύριακα μεταλλασσόταν στον βιαστή και δολοφόνο που καραδοκούσε για γυναίκες, είτε πόρνες τις οποίες «ψάρευε» ως πελάτης, είτε άλλες που με βία έβαζε στο αυτοκίνητό του, ένα μπλε Ωτομπιάνκι. Όπως και νάχει η τύχη τους ήταν κοινή: τις οδηγούσε σε ερημική τοποθεσία, περνούσε ένα σχοινί στο λαιμό τους και το έσφιγγε μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους και, στην συνέχεια, τις βίαζε. Η χρήση βίας δεν ήταν, πάντα, αναγκαία: ο Μπέσκος ήταν βίαιος γιατί το απολάμβανε.
O Μπέσκος άρχισε την εγκληματική του δραστηριότητα πιθανότατα το 1981 καθώς, όπως προέκυψε κατά την ανάκρισή του, ομολόγησε ένα περιστατικό το οποίο οι αρχές είχαν καταχωρίσει στις άλυτες υποθέσεις από εκείνη την εποχή. Η δράση του ξεκίνησε από την παραλιακή (Φάληρο, Γλυφάδα, Καλαμάκι κ.λ.π.), ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στα Βόρεια Προάστια (Κηφισιά, Μαρούσι και αλλού).
Την 20ή ή 21η Σεπτεμβρίου του 1981, ο Μπέσκος βίασε και δολοφόνησε την δεκαεννιάχρονη ιερόδουλη Χρυσάνθη Μπατζίκα, την οποία συνάτησε στην παραλιακή, κοντά στο κέντρο «ΔΕΙΛΙΝΑ». Συμφώνησαν την τιμή και με το αυτοκίνητό του την οδήγησε σε ερημικό σημείο, προκειμένου να γίνει η «συναλλαγή». Εκεί, όμως, ο Μπέσκος έβγαλε από την τσέπη του ένα σχοινί και της το πέρασε στον λαιμό ενώ την φίμωσε με λευκοπλαστ. Η κοπέλα αντέδρασε κι άρχισε να μάχεται για τη ζωή της. Σε κάποια στιγμή κατόρθωσε ν’ απαλλαγεί από το λευκοπλάστ κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Τότε ο Μπέσκος άρπαξε ένα κουκουνάρι και της το σφήνωσε στο στόμα. Η Μπατζίκα πέθανε από ασφυξία. Το πτώμα της ανακαλύφθηκε από έναν κηπουρό, ο οποίος ειδοποίησε και την αστυνομία.
Η δεύτερη γνωστή δολοφονία που διέπραξε ο Μπέσκος, τοποθετείται δυο χρόνια αργότερα και, συγκεκριμένα, στις 27 Ιουνίου του 1983. Η εικοσάχρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου δολοφονήθηκε στην οδό Υψηλάντου, στην περιοχή Καλαμακίου. Ο Μπέσκος ακολούθησε την ίδια διαδικασία, όπως και με την Μπατζίκα, αλλά αντί για κουκουνάρι έχωσε στο στόμα της Κολιοπούλου το σουτιέν της.
Εκτός από τις δύο, αυτές, δολοφονίες ο Μπέσκος διέπραξε και δεκατέσσερις απόπειρες ανθρωποκτονίας και βιασμούς. Ενδεικτικά αναφέρω:
-13 Αυγούστου 1982: στην παραλιακή, στο ύψος του αγγλικού νεκροταφείου, βιάζει και προσπαθεί να δολοφονήσει μια τριαντάχρονη γυναίκα.
-21 Μαΐου 1983: επιτίθεται στην εικοσάχρονη Αγγελική Δ., στην περιοχή της Βουλιαγμένης, η οποία διασώζεται χάρη στην παρέμβαση των γειτόνων της.
-4 Ιουνίου 1983: επίθεση, ξυλοδαρμός και βιασμός της τριανταδυάχρονης Μαρίας Δ. στην περιοχή της Βάρκιζας.
-10 Ιουνίου 1983: επιτίθεται και βιάζει την ιερόδουλο Μαρία Π., 31 ετών, στο Καλαμάκι.
-Ιούνιος 1983: βιάζει και αποπειράται να δολοφονήσει μιαν 22χρονη ιερόδουλο, στην Λεωφόρο Ποσειδώνος.
-24 Σεπτεμβρίου 1983: βιάζει και αποπειράται να στραγγαλίσει μια ανήλικη μαθήτρια.
Σε όλα τα περιστατικά το modus operandi ήταν το ίδιο: σχοινί στο λαιμό, δέσιμο των χεριών πίσω, πρόκληση αναισθησίας και βιασμός.
Η σύλληψη
Η αστυνομία βρισκόταν σε πλήρη κινητοποίηση για την αποκάλυψη και σύλληψη του «δράκου με το σχοινί». Πέρα από τα μπλόκα στις περιοχές όπου δρούσε ο δράκος, πολλές αστυνομικίνες υποδύονταν τις ιερόδουλες, περιμένοντας να τις πλησιάσει ο Μπέσκος, χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι το βράδυ της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου του 1983. Εκείνο το βράδυ είχαν στηθεί μπλόκα τόσο στην περιοχή της παραλίας, μεταξύ Βάρκιζας και Βουλιαγμένης, όσο και στα βόρεια προάστια, από το Καστρί μέχρι την διαστάυρωση του Διονύσου. Εκεί ακριβώς ήταν που αποφάσισε να «χτυπήσει» ο Μπέσκος εκείνο το βράδυ.
Πλησίασε την αστυνομικό Πολυξένη Ταμπάκη, η οποία ήταν το «δόλωμα». Η Ταμπάκη είχε σαφείς εντολές: να είναι φιλική, χαμογελαστή και ενδοτική, αλλά σε καμία περίπτωση να μην δεχτεί να μπει στο αυτοκίνητο του Μπέσκου. Έτσι και έγινε. Ο Μπέσκος την πλησίασε κι εκείνη του χαμογέλασε. Εκείνος απομακρύνθηκε για να επιστρέψει λίγο αργότερα, προκειμένου να την πείσει να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του. Αντιλαμβάνεται τους αστυνομικούς που καραδοκούσαν και τρέπεται σε φυγή. Αρχίζει η καταδίωξη κι ο Μπέσκος μπλοκάρεται και συλλαμβάνεται κοντά στον «Τροχονόμο» της Κηφισσιάς. Κατά την σύλληψη αντιστέκεται αλλά, τελικά οδηγείται δέσμιος στην Ασφάλεια Περισσού.
Στην ανάκριση ο Μπέσκος αρνείται τα πάντα και αποποιείται οποιαδήποτε σχέση με τον «δράκο της παραλίας». Έχρι την στιγμή που οι αστυμομικοί φέρνουν ενώπιόν του ένα από τα τελευταία θύματά του: μιαν εικοσάχρονη μπέιμπυ σίττερ, την οποία ο Μπέσκος είχε βιάσει στην Εκάλη. Από τον βιασμό η άτυχη κοπέλα είχε μείνει έγγυος κι είχε αναγκαστεί να προχωρήσει σε διακοπή της κύησης. Το σοκ ήταν μεγάλο και για τους δύο: για το κορίτσι, που αναγνώρισε στο πρόσωπο του Μπέσκου τον βιαστή της, αλλά και για τον ίδιο τον Μπέσκο που είδε μπροστά του ένα από τα θύματά του. Κατάλαβε ότι είχε, πλέον, χάσει το παιχνίδι και ομολόγησε.
Ο αντίκτυπος, η δίκη και η καταδίκη
Η αποκάλυψη της ταυτότητας του δράκου, έπεσε σαν «κεραυνός εν αιθρία» στα κεφάλια των οικείων του. Η σύζυγός του –και σύντροφος του Μπέσκου επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια- έπαθε σοκ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άνδρας της, και πατέρας του παιδιού της, ήταν ο καταζητούμενος βιαστής και δολοφόνος. Το ίδιο και οι γονείς του Μπέσκου. Ο πατέρας του επέμενε ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ήταν ο γιος του δολοφόνος. Το ίδιο κατάπληκτοι έμειναν και οι ασθενείς του, που μόνο καλά λόγια είχαν γι αυτόν.
Κατά την αναπαράσταση των δολοφονιών, παρουσία του ιατροδικαστού Πάνου Γιαμαρέλλου, είχαν συγκεντρωθεί πολλά άτομα τα οποία, εξαγριωμένα με τον Μπέσκο, προσπάθησαν να του επιτεθούν. Ο Μπέσκος ήταν απόλυτα ψύχραιμος κατά την αναπαράσταση κι απαντούσε ήρεμα σε όλες τις ερωτήσεις.
Η δίκη του Σπύρου Μπέσκου έγινε στο Κακουργιοδικείο τον Φεβρουάριο του 1985. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Χρήστος Παπούλιας, εισαγγελέας ο Αθανάσιος Κονταξής και μέλη ο Ηλίας Γιαννακάκης κι ο Θεοχάρης Μπίρμπας. Σε όλη την διάρκεια της διαδικασίας ο Μπέσκος παρέμενε ψύχραιμος και σιωπηλός. Όταν ο πρόεδρος τον κάλεσε ν’ απολογηθεί, εκείνος απάντησε λακωνικά: «Δεν έχω να πω τίποτα».
Το δικαστήριο, με ομόφωνη απόφαση, καταδίκασε τον Σπύρο Μπέσκο δύο φορές σε θάνατο για τις δύο δολοφονίες των γυναικών και σε 25 χρόνια κάθειρξη για τις υπόλοιπες εγκληματικές του πράξεις.
Στην φυλακή ο Μπέσκος υπήρξε υπόδειγμα κρατουμένου, όπως ήταν και υπόδειγμα πολίτη στην ζωή του έξω από αυτήν. Δεν υπέπεσε ούτε μία φορά σε πειθαρχικό παράπτωμα. Διάβαζε, ζωγράφιζε (προσέφερε τα έργα του προς πώληση στον σύλλογο συμπαράστασης κρατουμένων «ΟΝΗΣΙΜΟΣ», για ενίσχυση των σκοπών του), βοηθούσε με την επιστήμη του τους κρατουμένους. Ήταν εξαίρετος φυσιοθεραπευτής και, μάλιστα, βοήθησε το παιδί ενός φύλακα να περπατήσει, την στιγμή που οι γιατροί είχαν διαγνώσει πως δεν θα σηκωνόταν ξανά από την αναπηρική καρέκλα. Μετά από αυτό ο διευθυντής των φυλακών του έδωσε την άδεια να λειτουργεί ένα άτυπο φυσικοθεραπευτήριο μέσα στις φυλακές και να ανακουφίζει τους κρατούμενους με σχετικά προβλήματα.
Η αποφυλάκιση και η «ζωή μετά»
Ήδη, μέσα από την φυλακή, ο Μπέσκος είχε μετανοήσει για τα εγκλήματά του και είχε ζητήσει συγγνώμη από τα θύματα και τις οικογένειές του ενώ, παράλληλα, είδε την δική του οικογένεια να διαλύεται. Μετά από τρεις, αποτυχημένες, αιτήσεις αποφυλάκισης, ο Σπύρος Μπέσκος αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2008, έχοντας εκτίσει 25 χρόνια από την ποινή του. Είναι ξαναπαντρεμένος, δεν έχει αλλάξει όνομα, ούτε καν γειτονιά. Έχει επιστρέψει στο φυσιοθεραπευτήριό του στην Ηλιούπολη, όπου εξακολουθεί να εργάζεται επιτυχώς μέχρι σήμερα.
Ο Μπέσκος θεωρείται μια, από τις σπάνιες είναι η αλήθεια, περιπτώσεις πραγματικού σωφρονισμού μέσα στις φυλακές. Όχι μόνο υπήρξε αλληλέγγυος προς τους συγκρατουμένους του κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του, αλλά κατάφερε να επανενταχθεί πλήρως στην κοινωνία, να ξαναγίνει αποδεκτός και αγαπητός από αυτήν, χωρίς να αντιμετωπίζει τον ρατσισμό που, συνήθως ακολουθεί τους τροφίμους φυλακών κατά την προσπάθεια επανένταξής τους.
Παράρτημα
Η υπόθεση Μπέσκου, σ’ ένα επεισόδιο της «Ανατομίας ενός εγκλήματος», από τον πρώτο κύκλο της σειράς. Σενάριο Πέτρου Μάρκαρη, σκηνοθεσία Πάνου Κοκκινόπουλου, με τον Άκη Σακελλαρίου να υποδύεται τον Μπέσκο.
Της Νίνας Κουλετάκη – eglima.wordpress.com
-Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
-Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»
-Εφημερίδα «ESPRESSO”
-Εφημερίδα «EXPRESS»
-Πάνου Σόμπολου, «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα»
-Θοδωρή Γεωργακόπουλου, «Αγγελική Νικολούλη, τιμωρός του εγκλήματος»
-Το διαδίκτυο
Πηγή: geitoniamou.gr