15 λεπτά δημοσιότηταςΆλιμος NewsΠολιτισμός

Aθηνά- Μαρία Παυλή «Υπηρετούμε όλοι μας με κοινό παλμό την ίδια ιστορία»

Αν κάθε μονόλογος είναι μια συναισθηματική διαδρομή του ανθρώπου με τον εαυτό του, η συνέντευξη με την ηθοποιό Αθηνά-Μαρία Παυλή, τη φωνή που εκπροσωπεί τον άνθρωπο στο θεατρικό έργο «ΜΝΗΜΗ/ΛΗΘΗ» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού, είναι μια αποκάλυψη για το πώς μπορεί ένας ηθοποιός όχι μόνο να δώσει υπόσταση στο ρόλο του, αλλά και να καθορίσει μέσα από την πορεία του μια διαδρομή συναισθημάτων.

Μέσα από τον ποιητικό λόγο των μονολόγων του Δημήτρη Δημητριάδη μας ταξιδεύει σ΄έναν κόσμο που θα χτιστεί επί σκηνής στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ,από τις 28 Νοεμβρίου ως τις 11 Ιανουαρίου 2026. Η μνήμη και η λήθη γίνονται οδηγός ζωής και προάγγελος μιας εξαιρετικής πορείας της Αθηνάς-Μαρίας Παυλή, που μοιράζεται μαζί μας το υποκριτικό κεφάλαιο της ζωής της, την ενέργειά της και αυτό που εκπροσωπεί καλλιτεχνικά.  Μας αποκαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού της και των δυνατοτήτων της και, από την πρώτη στιγμή ,μας οδηγεί να την θυμόμαστε και να την «ξεχωρίζουμε».

Η παράσταση «ΜΝΗΜΗ/ΛΗΘΗ» γίνεται η αφορμή για να εξερευνήσουμε μαζί της την αγωνία και την αβεβαιότητα των ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη λήθη, είτε ως συναίσθημα του θανάτου, είτε ως απώλεια της μνήμης. «Μέσα από τη δική του σιωπή και τη δική του τελευταία λέξη, το έργο μας θυμίζει πως η πιο ουσιαστική στιγμή είναι εκείνη όπου, από όλα όσα θα μπορούσαμε να πούμε, μένει μόνο αυτό που πραγματικά αξίζει.

« Το έργο, όπως το αντιλαμβάνομαι, μοιάζει να λέει ότι παρόλο που ως άνθρωποι κουβαλάμε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, παρόλο που μπορούμε να ανατρέξουμε σε ό, τι έχει συμβεί και να το αναβιώσουμε ξανά και ξανά, ίσως έχουμε και την ευθύνη όλων αυτών, στο τέλος τίποτα από αυτά δεν είναι  ουσιαστικό.

Δείχνει πως συνεχώς αναμετριόμαστε με όλα όσα έχουν καταγραφεί από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης, με το βάρος της μνήμης και της εμπειρίας, όμως το αληθινό νόημα βρίσκεται αλλού: στην ικανότητά μας να αγαπήσουμε.»

 

– Σπουδές και πτυχίο από το Πάντειο Πανεπιστήμιο, αυτός ήταν ένας δρόμος που σε οδήγησε στην υποκριτική, στην κατανόηση του εαυτού σου και των ρόλων που καλείσαι να ενσαρκώσεις. Πώς είναι αυτό το ταξίδι;

Κάθε κεφάλαιο στη ζωή μου σίγουρα με διαμορφώνει, είτε πρόκειται για σπουδές, είτε για τους ανθρώπους που συναντάω, είτε για όσα βιώνω καθημερινά. Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σπούδασα Κοινωνική Πολιτική και μέσα από αυτές τις σπουδές άρχισα να καταλαβαίνω βαθύτερα τον κόσμο γύρω μου:  τις κοινωνικές δομές, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και κυρίως, όσα λείπουν από την κοινωνία για να νιώθουμε πραγματικά ολοκληρωμένοι και ευτυχισμένοι. Αυτή η πορεία ενίσχυσε την κριτική μου σκέψη και, χωρίς να το συνειδητοποιήσω τότε, με βοήθησε στην απόφαση μου να ασχοληθώ με την υποκριτική.

Στη δραματική σχολή κατάλαβα ότι όλα όσα είχα κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν κομμάτια του εαυτού μου. Ο άνθρωπος ως έννοια, ως σύνολο, πάντα με απασχολούσε. Πάντα ήθελα να ασχολούμαι με κάποιον τρόπο με τους ανθρώπους, πώς τους επηρεάζει το περιβάλλον και τις δυνατότητες που έχουν.

Οι σπουδές μου στο Πάντειο μου έδωσαν το θεωρητικό υπόβαθρο. Όλα αυτά τα κουβαλώ μαζί μου και τα χρησιμοποιώ στην υποκριτική. Ανατρέχω σε αυτά και είναι κομμάτι της ταυτότητάς μου.

Οι ρόλοι, για μένα, ανακαλύπτονται τόσο μέσα στο κείμενο όσο και μέσα στη ζωή. Είναι γύρω μας, στους ανθρώπους, στις ιστορίες τους, στις μικρές λεπτομέρειες που τους χαρακτηρίζουν. Και αυτό το ταξίδι – από τη μία σχολή στην άλλη – ήταν σαν να ενώνω τα πρώτα κομμάτια ενός πάζλ για να ανακαλύψω ποια είμαι. Ό, τι κάνω, ό, τι διαβάζω, ό, τι ακούω, γίνεται υλικό δημιουργίας.

 

– Υπάρχει κάποια γλυκιά, ιδιαίτερη στιγμή, που θυμάσαι πριν τις εξετάσεις σου στην υποκριτική σχολή;

Κατά τη διάρκεια προετοιμασίας μου για τις εισαγωγικές εξετάσεις σε μία ομάδα, κάναμε διάφορες ασκήσεις για να εξασκηθούμε στον αυτοσχεδιασμό. Λίγο  πριν τις εξετάσεις, είχαμε εξοικειωθεί κάπως ο ένας με τον άλλον και επειδή είχαμε μεγάλη αγωνία γι’ αυτό που ερχόταν μας γεννήθηκε η ανάγκη να την μοιραζόμαστε. Σε μία από αυτές τις ασκήσεις χωρίς καν να μιλήσουμε ένιωσα να μοιράζομαι με ένα άλλο άτομο όχι μόνο την αγωνία μου, αλλά και την χαρά, το φόβο και την συγκίνηση μου για τον κοινό μας στόχο. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τι σημαίνει να συναντιέσαι με τον άλλον σκηνικά.

 

– Πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσει ένας ηθοποιός, όταν υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ηθοποιών που διεκδικεί τον ίδιο ρόλο;

Πολύ και πολύ περισσότερο στις γυναίκες γιατί είμαστε περισσότερες. Με τον καιρό καταλαβαίνω ότι στις ακροάσεις  το ζητούμενο δεν είναι να ξεχωρίσεις ή να προσπαθήσεις να προσεγγίσεις αυτό που νομίζεις ότι θέλει να δει ο/η σκηνοθέτης αλλά να καταφέρεις να είσαι διαθέσιμη εκείνη την στιγμή, να δείξεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και των δυνατοτήτων σου. Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να δίνω στους ανθρώπους που έχω απέναντί μου και σε αυτούς που συνεργάζομαι το εκατό τοις εκατό της ενέργειας μου. Ίσως αυτός να είναι ένας τρόπος να «ξεχωρίσεις», δηλαδή να σε θυμούνται, να έχουν μια σαφή εικόνα γι’ αυτό που τους παρουσίασες και για εσένα.

 

– Ποια είναι η πιο σημαντική πτυχή των σπουδών σου στην υποκριτική;

Όποτε το σκέφτομαι, πάντα αισθάνομαι, πως το πιο σημαντικό κομμάτι των σπουδών μου ήταν η διαδικασία αναζήτησης του μαζί. Λέγοντας μαζί ενώ το να συνδέεσαι  με τον εαυτό σου και τους άλλους πάνω στην σκηνή, να μην είναι ο καθένας «μόνος» του αλλά να υπηρετούμε όλοι μας, με κοινό παλμό, την ίδια ιστορία.

Η πορεία προς την κατανόηση του μαζί, η δημιουργία κοινού  λεξιλογίου και η όξυνση της αντίληψής μας προς αυτή την αναζήτηση ήρθε  μέσω του υπεύθυνου δασκάλου μας Δημήτρη Ήμελλου. Η επιμονή, η υπομονή και αφοσίωση του σε αυτή τη διαδρομή με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι οι άνθρωποι στην σκηνή μόνο μαζί μπορούν να φωτίσουν ο ένας τον άλλον και το ίδιο το έργο. Αυτό  με ενέπνευσε  στο πως θέλω εγώ να δουλεύω και πως φαντάζομαι τον εαυτό μου με τους άλλους πάνω στη σκηνή.

 

– Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ένας νέος ηθοποιός;

Η σπουδή σε σχολή υποκριτικής είναι μια έντονη και απαιτητική διαδικασία στην οποία επενδύεις όλο τον χρόνο σου. Κάθε μέρα, όλη μέρα, τρία χρόνια ασχολείσαι καθημερινά μόνο με αυτό και νιώθεις τόσο παραγωγική και δημιουργική. Όταν τελειώνεις την σπουδή είναι σαν αρχίζεις από το μηδέν. Είναι πολύ διαφορετικές οι συνθήκες στην εύρεση εργασίας. Από το ασφαλές περιβάλλον της σχολής βρίσκεσαι ξαφνικά στο άγνωστο που δεν ξέρεις πως να αντιμετωπίσεις.

Ένιωθα ότι είχα τρομερή όρεξη να δουλέψω και ταυτόχρονα ένιωθα πως κινδυνεύω να σταματήσω να πιστεύω στον εαυτό μου επειδή δεν έβρισκα εργασία. Είναι κάτι που πιστεύω ότι όλοι όσοι βγαίνουμε από δραματική σχολή αργά η γρήγορα θα το αισθανθούμε, είναι ένα χαστούκι που τρώμε και θεωρώ ότι είναι μια πρόκληση να συγκεντρωθείς σε σένα και στον στόχο σου και να μην αφήσεις τον ανταγωνισμό στον χώρο να σε φθείρει.

 

– Η αυτογνωσία είναι κρίσιμη για την ερμηνεία σύνθετων ρόλων; Ενισχύεται μ΄αυτό τον τρόπο η καλλιτεχνική έκφραση;

Αν δεν γνωρίζω τον εαυτό μου, είναι δύσκολο να ανακαλύψω ουσιαστικά έναν ρόλο, γιατί ο πυρήνας της δουλειάς είμαι πάντα εγώ. Ακόμη και όταν υποδύομαι έναν άλλο άνθρωπο, χρησιμοποιώ δικά μου κομμάτια – συναισθήματα, εμπειρίες, αντιδράσεις – για να συνδεθώ μαζί του. Ο ρόλος περνάει μέσα από εμένα, άρα η προσωπική μου επίγνωση καθορίζει πόσο συγκεκριμένα και «αληθινά» μπορώ να του δώσω υπόσταση.

Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η καλλιτεχνική έκφραση. Όσο πιο πολύ καλλιεργώ και εμπλουτίζω τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο υλικό έχω να προσφέρω στον ρόλο. Η αυτογνωσία ανοίγει χώρο για βαθύτερες επιλογές και προσωπική εμπλοκή.

 

– Πώς επιτυγχάνεται η ισορροπία μεταξύ εαυτού και ρόλου; Μπορεί να χαθεί ο ένας μέσα στον άλλο;

Όταν δουλεύω έναν χαρακτήρα, ουσιαστικά αναζητώ μέσα του κομμάτια του δικού μου εαυτού. Ακόμη και στοιχεία που αρχικά μου φαίνονται εντελώς ξένα, συχνά συνδέονται με κάποια πτυχή μου που δεν είχα παρατηρήσει.

Έτσι προκύπτει μια συνεχής ισορροπία ανάμεσα στη δική μου ζωή και στην «προτεινόμενη» ζωή του ρόλου.

Ο πυρήνας παραμένει πάντα ο εαυτός. Η ισορροπία διατηρείται όταν αναγνωρίζω ότι ο ρόλος περνάει μέσα από εμένα, αλλά δεν με αντικαθιστά, και εγώ δεν χρειάζεται να εξαφανιστώ μέσα του. Είναι μια συνεχής συνάντηση με τον ρόλο και όχι μια συγχώνευση.

– Φέτος παίζεις σ΄ένα απαιτητικό έργο « ΜΝΗΜΗ | ΛΗΘΗ » του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού που κάνει πρεμιέρα στις 28 Νοεμβρίου στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ένα έργο που διερευνά την ανθρώπινη ύπαρξη, τη μνήμη και τις αθέατες πτυχές του χρόνου. Κάθε μονόλογος είναι μια συναισθηματική διαδρομή του ανθρώπου με τον εαυτό του;

Σε ό, τι έχω διαβάσει από τον Δ. Δημητριάδη παρατηρώ μια σταθερή αναζήτηση γύρω από όλα όσα απασχολούν τον άνθρωπο από πάντα. Στο ΜΝΗΜΗ • ΛΗΘΗ δεν υποδύομαι έναν ρόλο με την κλασική έννοια, αλλά μια φωνή που εκπροσωπεί τον άνθρωπο συνολικά. Το κείμενο χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο για να μιλήσει για τον χρόνο, τον κόσμο, την ιστορία, τον έρωτα, την θρησκεία, την κοινωνία – σαν μια διαρκή εξομολόγηση.

Κάθε μονόλογος ανοίγει χώρο για οποιοδήποτε συναίσθημα μπορεί να συναντήσουμε εμείς ή ο θεατής. Όσο μελετάς ένα κείμενο και το κατανοείς τόσο μπορεί να σε ξαφνιάζει με τις σκέψεις που σου προκαλεί και τον συναισθηματικό κόσμο που προκύπτει.

Δεν είναι μια «γραμμή» συναισθημάτων, είναι μια διαδρομή, μια συνεχής συνάντηση ανθρώπου με άνθρωπο.

 

– Ποιο είναι το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό των μονολόγων του Δημήτρη Δημητριάδη;

Η γλώσσα και ο ποιητικός λόγος. Υπάρχει αμεσότητα σ’ αυτά που γράφει και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα με τρομερή δεξιοτεχνία έχοντας έναν τρόπο που δεν συναντάς στην καθημερινότητα.

Τα κείμενα του Δ. Δημητριάδη είναι μια συνεχής αφήγηση. Δεν υπάρχει χρονικό πλαίσιο ούτε περιορισμός χώρου κι αυτό μ’ αρέσει γιατί αφήνει ανοιχτά τα πεδία έτσι ώστε ο καθένας που το διαβάζει να τα γεμίσει με τη δική του φαντασία.

 

– Πώς νιώθεις που έχεις διπλό ρόλο στο θεατρικό αυτό έργο. Ερμηνεύεις αλλά είσαι και βοηθός σκηνοθέτη μαζί με την Marie Walker.

Σίγουρα είναι απαιτητικό να βρίσκομαι ταυτόχρονα «μέσα» και «έξω» από τη διαδικασία. Ωστόσο με εξιτάρει αυτή η διπλή οπτική. Ως βοηθός σκηνοθέτη έχω την ευθύνη της παρατήρησης κι αυτό μου δίνει μια καθαρότητα που δεν έχω όταν βρίσκομαι μόνο πάνω στη σκηνή. Βλέπω πιο καθαρά τι χρειάζεται, τι περισσεύει, τι είναι πραγματικά αναγκαίο γι’ αυτό που χτίζεται. Αυτή η συνεχής εναλλαγή θέσης με βοηθά να αντιλαμβάνομαι το έργο πιο σφαιρικά και μου ανοίγει έναν νέο δρόμο να συμμετέχω στην δημιουργία του.

 

– Στην παράσταση υπάρχει ζωντανή μουσική με τσέλο και κρουστά. Πώς συμβάλλουν στη παράσταση; Υπάρχει δράση και ακινησία, μουσική και σιωπή;

Σε ένα τόσο απαιτητικό κείμενο, η ζωντανή μουσική λειτουργεί σαν αόρατος συμπαίκτης. Ενισχύει την αφήγηση και βοηθάει να χτιστεί ένας κόσμος γύρω από όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Το τσέλο και τα κρουστά δημιουργούν μια παλμική σχέση με  τη δράση: άλλοτε συνοδεύουν, άλλοτε αντιστέκονται, άλλοτε ανοίγουν χώρο για σιωπή. Υπάρχουν στιγμές έντονης κίνησης και άλλες απόλυτης ακινησίας, και μέσα σε αυτή την εναλλαγή η μουσική γίνεται ο ρυθμός και η ατμόσφαιρα της παράστασης.

– Πόσο ιδιαίτερη κάνει την παράσταση η παρουσία του δεξιοτέχνη των κρουστών καισπουδαίου δασκάλου, Νίκου Τουλιάτου;

Η παρουσία του κ. Νίκου Τουλιάτου κάνει την παράσταση πραγματικά ιδιαίτερη. Έχει έναν τρόπο να βρίσκει λύσεις εκεί που νομίζουμε πως δεν υπάρχουν και όταν αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα σε επιλογές. Προτείνει ιδέες που αρχικά μοιάζουν κόντρα σε αυτό που συμβαίνει, αλλά τελικά φωτίζουν τη σκηνή με απίστευτη ακρίβεια. Ο αυτοσχεδιασμός του είναι λεπτοδουλεμένος, έχει ψυχραιμία και χιούμορ, και μοιράζεται μαζί μας ιστορίες που ανοίγουν τον χώρο της φαντασίας. Η εμπειρία του δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας – νιώθεις πως όταν είναι εκεί όλα μπορούν να σταθούν.

 

– Η μνήμη ή η λήθη καταδιώκει τους ανθρώπους και τους τυραννά;

Για χρόνια πίστευα πως η μνήμη είναι το πιο σκληρό κομμάτι, κουβαλά στιγμές που πληγώνουν ή φοβίζουν, πράγματα που θα ήθελες να είχες αφήσει πίσω. Με τον καιρό όμως κατάλαβα ότι εξίσου σκληρό μπορεί να είναι και το να μη θυμάσαι. Όταν δεν μπορείς να ανατρέξεις καθαρά στο παρελθόν, χάνεις αναμνήσεις, χάνεις την ικανότητα να δεις τα πράγματα με καθαρή ματιά. Οι άνθρωποι συχνά γινόμαστε επιλεκτικοί , θυμόμαστε ή ξεχνάμε ανάλογα με το τι μας βολεύει ή τι αντέχουμε. Αυτό από μόνο του δείχνει και τα δύο, πως η μνήμη και η λήθη μπορούν να μας τυραννήσουν με διαφορετικούς τρόπους. Δεν μπορώ να φανταστώ πως η γαλήνη βρίσκεται αποκλειστικά στο να ξεχνάς. Μάλλον η ισορροπία βρίσκεται κάπου ανάμεσα.

 

– Πριν από χρόνια, η ιστορικός κ. Έφη Αβδελά, σε μια συζήτηση υπό τον τίτλο «Δικαίωμα στη Μνήμη VS Δικαίωμα στη  Λήθη» δήλωσε ότι η λήθη είναι ένα ατομικό δικαίωμα, ενώ η μνήμη είναι συλλογική διαδικασία. Το έργο ποιο μήνυμα περνάει;

Όσο κι αν στο ατομικό επίπεδο ο καθένας έχει το δικαίωμα να θυμάται ή να ξεχνά, υπάρχουν στιγμές και αλήθειες που σε συλλογικό επίπεδο δεν μπορούμε να τις σβήσουμε. Η προσωπική λήθη μπορεί να είναι επιλογή, πολλές φορές και ανάγκη ∙ όμως η συλλογική μνήμη είναι ευθύνη. Είναι αυτό που κρατά ζωντανή την ιστορία, τις εμπειρίες και τα τραύματα μιας κοινότητας, ώστε να μην επαναλαμβάνονται.

Όσο εύθραυστος κι αν είναι ο άνθρωπος μπροστά στη δική του μνήμη, δεν παύει να είναι μέρος ενός συνόλου που οφείλει να θυμάται. Γιατί η συλλογική μνήμη δεν αφορά μόνο το παρελθόν ∙ καθορίζει το πώς στεκόμαστε σήμερα και το πώς συνεχίζουμε.

Το έργο, όπως το αντιλαμβάνομαι, μοιάζει να λέει ότι παρόλο που ως άνθρωποι κουβαλάμε ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, παρόλο που μπορούμε να ανατρέξουμε σε ό, τι έχει συμβεί και να το αναβιώσουμε ξανά και ξανά, ίσως έχουμε και την ευθύνη όλων αυτών, στο τέλος τίποτα από αυτά δεν είναι  ουσιαστικό.

Δείχνει πως συνεχώς αναμετριόμαστε με όλα όσα έχουν καταγραφεί από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης, με το βάρος της μνήμης και της εμπειρίας, όμως το αληθινό νόημα βρίσκεται αλλού: στην ικανότητά μας να αγαπήσουμε.

Μας υπενθυμίζει ότι ενώ έχουμε τη δύναμη να θυμόμαστε τα πάντα, ταυτόχρονα είμαστε φορείς όλων όσων υπήρξαν πριν από εμάς. Η λήθη είναι αναπόφευκτη, και είναι σημαντικό να την αποδεχτούμε αρχικά σε ατομικό επίπεδο. Ίσως να είναι και λυτρωτική. Δεν είναι αδυναμία είναι  μέρος του να είσαι άνθρωπος. Υπάρχει κάτι βαθιά ζωτικό.

 

– Η σημασία του σώματος, του χώρου και των αντικειμένων αποτελεί διατήρηση της συλλογικής μνήμης και της εδραίωσης της λήθης;

Ως άνθρωποι «εγγράφουμε» τις εμπειρίες μας στο σώμα μας, στις κινήσεις, στις αντιδράσεις μας. Με παρόμοιο τρόπο, οι χώροι που κατοικούμε και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε λειτουργούν ως φορείς νοήματος. Διατηρούν ίχνη του παρελθόντος και ενεργοποιούν μνήμες, προσωπικές ή κοινές. Έτσι, η προσωπική μνήμη του καθενός συμβάλλει στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης.

Κάθε χώρος και κάθε αντικείμενο μπορεί να λειτουργήσει ως «μνημονικό ερέθισμα». Μπορεί να μας ξυπνήσει συναισθήματα ή να αποκαλύψει ευαίσθητες πτυχές της ύπαρξής μας. Ταυτόχρονα, κάποια από αυτά τα ερεθίσματα είναι κοινά για πολλούς ανθρώπους, γι’ αυτό και δημιουργούν συλλογικές εμπειρίες και κοινή μνήμη – ένα είδος δεσμού που ενώνει άτομα μέσα στην κοινωνία.

Όσον αφορά τη λήθη, αυτή δεν είναι ποτέ απόλυτη. Η λήθη «εδραιώνεται» συχνά όταν οι μνήμες παύουν να έχουν ενεργή λειτουργία στην καθημερινή ζωή ή όταν το σώμα και το περιβάλλον παύουν να προσφέρουν ερεθίσματα που τις ανακαλούν. Ακόμη κι όταν κάτι φαίνεται ξεχασμένο, ένα τυχαίο αντικείμενο, ένας τόπος ή μια αίσθηση μπορεί να ανασύρει ξανά το παρελθόν. Η λήθη, μου μοιάζει περισσότερο με προσωρινή παύση παρά με οριστική εξαφάνιση. Απαιτεί έναν βαθμό «καθαρότητας» σκέψης ή συναισθηματικής απόστασης, κάτι που στην ανθρώπινη εμπειρία είναι δύσκολο να επιτευχθεί πλήρως.

 

– Μπορούν οι άνθρωποι να προσδιορίσουν τις ζωές τους μέσα σ΄ένα κόσμο που αλλάζει;

Σίγουρα με ηρεμεί και με αναζωογονεί η σκέψη πως ναι, οι άνθρωποι μπορούν να προσδιορίσουν τις ζωές τους ακόμη και σε αυτόν τον κόσμο που αλλάζει διαρκώς, με προσωπική δουλειά, αφοσίωση και μια σταθερή σχέση με όσα έχουν πραγματική αξία για τον καθένα. Στις σημερινές συνθήκες, όπου οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και οι αλλαγές διαδέχονται η μία την άλλη, η καθημερινότητά μας συχνά διαταράσσεται. Οι σταθερές μας κλονίζονται και η ψυχολογία μας επηρεάζεται βαθιά. Γι’ αυτό και η διατήρηση ισορροπίας δεν είναι πάντα εύκολη.

Ωστόσο, νομίζω ότι η μεταβολή δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Μπορεί να ανοίξει δρόμους προς θετικές εξελίξεις, νέες δυνατότητες και μεγαλύτερη αυτογνωσία. Παρ’ όλα αυτά, η συνεχής προσαρμογή μπορεί να γίνει κουραστική και ψυχοφθόρα, ειδικά όταν δεν υπάρχουν στηρίγματα ή εσωτερική καθαρότητα.

Ο καθένας δίνει τον δικό του αγώνα για να διαμορφώσει μια καθημερινότητα μέσα στην οποία αισθάνεται πλήρης, ασφαλής και υγιής. Όσο περισσότερο καλλιεργούμε τη σχέση με τον εαυτό μας και αναζητούμε ανθρώπους που μας στηρίζουν και μας αγαπούν, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τις μεταβολές γύρω μας. Η ικανότητα να προσδιορίζουμε τον εαυτό μας δεν βρίσκεται στο να ελέγχουμε τις αλλαγές, αλλά στο να μαθαίνουμε να στεκόμαστε μέσα σε αυτές.

 

– Η σχέση μεταξύ μνήμης και λήθης αποτελεί πηγή αγωνίας και αβεβαιότητας για τον άνθρωπο που αγγίζει τα όρια της ύπαρξης, της ζωής, της ταυτότητας του και του θανάτου;

Η λήθη συχνά γεννά στον άνθρωπο το άγχος της εξαφάνισης. Φοβόμαστε μήπως ξεχαστούμε ή μήπως χαθούν σημαντικά κομμάτια της ζωής μας, γι’ αυτό και πολλές φορές ταυτίζουμε τη λήθη με έναν μικρό θάνατο. Η μνήμη λειτουργεί ως μια προσπάθεια ανακούφισης, αναζητούμε να διατηρηθούμε ζωντανοί μέσα από αναμνήσεις, τις αφηγήσεις και τα ίχνη που αφήνουμε. Αυτή η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη γεννά μια υπαρξιακή αγωνία σχετικά με τη ζωή μας και όσα έρχονται.

Όπως αναφέρει και ο Δημητριάδης, η αποδοχή ότι το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς που διαθέτουμε είναι το σώμα μας μπορεί να γίνει ανακουφιστική. Μας θυμίζει ότι η ύπαρξη δεν χρειάζεται απαραίτητα εξωτερικές βεβαιότητες για να σταθεί. Μπορώ όμως να κατανοήσω και τον φόβο στην ιδέα ότι το σώμα και η εμπειρία του παρόντος είναι το μόνο που έχουμε.

Στη ζωή δε μπορούμε να θεωρήσουμε τίποτα απολύτως βέβαιο. Αυτή η αβεβαιότητα μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί, αλλά μας ωθεί και σε μια αγωνία. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη μνήμη και τη λήθη. Δεν είμαστε ποτέ σίγουροι τι θέλουμε να κρατήσουμε και τι να αφήσουμε πίσω. Αυτή η αμφιθυμία μας ταράζει, γιατί αποκαλύπτει το πόσο ρευστή είναι η σχέση με τον εαυτό μας και με τον χρόνο.

– Στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, υπάρχει ένας συνεχής «αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη». Η επιθυμία να μείνει κάτι ζωντανό στη μνήμη, είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο, υποδηλώνει την αγωνία των ανθρώπων, απέναντι στην ολοκληρωτική εξαφάνιση;

Στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία συναντούμε συχνά έννοιες που συγκρούονται ή αλληλοσυμπληρώνονται, ακριβώς επειδή οι αντιφάσεις αυτές εκφράζουν τον ίδιο τον άνθρωπο. Η μνήμη και η λήθη αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τέτοια ζεύγη. Και οι δύο έννοιες εμφανίζονται ξανά και ξανά στα κείμενα, όχι μόνο για να δώσουν απαντήσεις, αλλά για να θέσουν ερωτήματα και να μας ανακουφίσουν από τον φόρτο των σκέψεων γύρω από την απώλεια και την εξαφάνιση – ερωτήματα στα οποία ίσως κανείς δεν μπορεί να δώσει οριστική απάντηση.

Ο «αγώνας» ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη εκφράζει ακριβώς αυτή την ανθρώπινη αμφιθυμία. Σε κάποιες στιγμές συνυπάρχουν αρμονικά: θυμόμαστε όσα μας εξελίσσουν και αφήνουμε πίσω όσα μας βαραίνουν, επιτρέποντας στον εαυτό μας να διατηρεί μια εσωτερική ισορροπία. Άλλες φορές όμως βρίσκονται σε σύγκρουση. Δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε τι αξίζει να κρατήσουμε και τι να αφήσουμε να χαθεί. Αναρωτιόμαστε αν η μνήμη μάς προστατεύει ή μας πληγώνει, αν η λήθη είναι λύτρωση ή απώλεια.

Αυτά τα διλήμματα γεννούν μια βαθιά αγωνία, γιατί η λήθη συνδέεται συχνά με την ιδέα του θανάτου – με το φόβο ότι κάτι θα χαθεί οριστικά, ότι θα σβήσει χωρίς ίχνος. Η επιθυμία να παραμείνει κάτι ζωντανό στη μνήμη, είτε ατομική, είτε συλλογική, εκφράζει ακριβώς αυτόν το φόβο απέναντι στην ολοκληρωτική εξαφάνιση. Είναι ένας τρόπος του ανθρώπου να αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου και στη λήθη που τον απειλεί.

 

– Εν τέλει ,στην άκρη του ορίζοντα, η ερώτηση που δεν μπορείς να αποφύγεις:
Αν η μνήμη σε κρατά δεμένο, τι θα θυσίαζες για να σπάσεις την πέτρα;

Το ερώτημα αυτό μου δημιουργεί έντονα και αντικρουόμενα συναισθήματα, γιατί δεν είναι εύκολο να φανταστώ πώς θα έπαιρνα μια τέτοια απόφαση. Το να «σπάσω την πέτρα» σημαίνει να αποχωριστώ όλα όσα θυμάμαι, όσα έχω ζήσει και όσα με έχουν διαμορφώσει. Και αυτό μοιάζει σχεδόν αδύνατο. Μαζί με ό, τι σε κρατά δεμένο, χάνεις και ό, τι σε κρατά ζωντανό, χάνεις τα στοιχεία που σε κάνουν αυτό που είσαι.

Δεν θα ήθελα να εγκλωβιστώ στη μνήμη, αλλά ταυτόχρονα δεν θα ήθελα να χάσω τις δικές μου προσωπικές μνήμες – αυτές που υπάρχουν ανεξάρτητα από το πώς με βλέπουν ή με θυμούνται οι άλλοι. Είναι ο πιο βαθύς τρόπος που καταλαβαίνω τον εαυτό μου.

Γι’ αυτό και δυσκολεύομαι να πω τι θα μπορούσα πραγματικά να θυσιάσω. Ίσως γιατί η μνήμη και η ταυτότητα είναι τόσο δεμένες μεταξύ τους, που η απώλεια της μιας μοιάζει με απώλεια της άλλης. Έτσι, μένω με την αμφιβολία: τί θα άφηνα πίσω και τί όχι;  Μπορεί η απάντηση να αλλάζει κάθε φορά που με ξαναρωτάω.

 

– “…Αν έχω κάτι να θυμάμαι, αυτό δεν είναι κάτι που το λέει εύκολα κανείς, έπειτ’ απ’ όλα όσα έχουν γίνει […] αλλά μόνον αυτό μπορεί να μείνει τελευταίο, να μείνει για να ειπωθεί τελευταίο, αυτό που τόσο δύσκολα το λέει κανείς…” . O επίλογος δικός σου.

Οι άνθρωποι κουβαλάμε πάντα πλήθος σκέψεων, λέξεων, αναμνήσεων. Πράγματα που μοιάζουν σπουδαία, που μας βαραίνουν ή μας κυνηγούν. Αν ήταν να μιλήσουμε για πρώτη ή για τελευταία φορά, τι θα διαλέγαμε να πούμε;

Τι θα διαλέγαμε να θυμηθούμε προτού περάσουμε στη λήθη;

Τι κρατάμε, τι αφήνουμε, τι είναι αληθινά δικό μας και τι απλώς μας συνοδεύει από συνήθεια; Πού βρίσκεται η ύπαρξη, το σώμα, η αλήθεια μας, μέσα σε όλα αυτά; Μέσα από τη δική του σιωπή και τη δική του τελευταία λέξη, το έργο μας θυμίζει πως η πιο ουσιαστική στιγμή είναι εκείνη όπου, από όλα όσα θα μπορούσαμε να πούμε, μένει μόνο αυτό που πραγματικά αξίζει. Και μετά να βρούμε την ανάγκη για καθαρότητα, για μια εσωτερική «λευκότητα» που ξαναφέρνει την ύπαρξη στην απλότητά της. Και μάλλον αυτό να είναι, τελικά, το πιο δύσκολο και συνάμα το πιο ανθρώπινο: να βρούμε τη μία φράση που μπορεί να ειπωθεί τελευταία — όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλες, αλλά γιατί μέσα της βρίσκεται όλη η αλήθεια μας.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button