Την περασμένη Παρασκευή προσεγγίσαμε τα «γνωστά», τα «άγνωστα» και τα πιο «πιθανά» δεδομένα του πολιτικού τοπίου στο δρόμο προς τις ευρωεκλογές. Παρά το ότι τα «άγνωστα» δημιουργούσαν ένα πέπλο ασάφειας όσον αφορά τις πιο πιθανές προοπτικές, οι εκτιμήσεις μας, ως γενικές τάσεις, επιβεβαιώθηκαν. Οι δυσκολίες ήταν μεγάλες, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσκοπήσεων είναι πλέον αναξιόπιστες για πολλούς λόγους. Το χειρότερο είναι πως πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες ενός πρωτόγνωρα ρευστού τοπίου, υπεισέρχονται σκιές σκοπιμοτήτων.
Είναι λ.χ. χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες δημοσκοπήσεις, επί μήνες, υποεκτιμούσαν τη δύναμη της Χρυσής Αυγής. Παράλληλα, ελάχιστες κατέγραψαν την εδώ και μήνες μικρή, αλλά σταθερή υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας έτσι μια μάχη δήθεν «στήθος με στήθος» ή και ακόμη τη ΝΔ να υπερέχει οριακά. Και όμως, ήταν φανερό (όπως είχα γράψει εγκαίρως στην «Η») πως είχε ήδη διαμορφωθεί μια ασθενής, αλλά αδιαμφισβήτητη υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδιζε τη μάχη του «μη χείρον». Πολλές δημοσκοπήσεις ήταν κατάφορα «φιλοκυβερνητικές» στις εκτιμήσεις τους και έπεσαν έξω.
Ο μεγάλος ηττημένος των ευρωεκλογών είναι η ΝΔ. Από καιρό ήταν φανερό πως βρισκόταν σε πτωτική τροχιά. Έχασε 7% της δύναμής της από τον Ιούνιο του 2012. Το πιο ανησυχητικό για τη ΝΔ δεν είναι απλώς πως χάνει προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά κυρίως ότι υποχωρεί στον κομβικό μεσαίο χώρο. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το 9% των ψηφοφόρων της μετακινείται στον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τριπλάσιοι από όσους κερδίζει η ίδια. Απώλειες αυτού του τύπου είναι «διπλές» με την έννοια, ότι οι απώλειες ενός κόμματος κατευθύνονται ταυτόχρονα στον κύριο ανταγωνιστή του. Παράλληλα, οι ευρύτερες μετακινήσεις ψηφοφόρων δείχνουν έναν ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος είναι σαφώς πιο πολυσυλλεκτικός από τη ΝΔ. Κέρδισε άλλωστε το 25% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Το παράδοξο είναι επίσης, ότι ενώ η ΝΔ διαθέτει τη διαχρονικά πιο δεξιόστροφη ηγεσία της, έχει υψηλές απώλειες και στα δεξιά της!
Όπως εκτιμούσαμε, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε μια καθαρή νίκη με 4%, που επωαζόταν από καιρό. Η νίκη δεν υπήρξε συντριπτική. Άλλωστε, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ έγινε μέσα από ένα μεγάλο αγκομαχητό παρά τη ραγδαία κυβερνητική φθορά. Όπως εκτιμούσαμε επίσης νικητής αναδείχθηκε η Χρυσή Αυγή, που κατέλαβε την τρίτη θέση. Τη δυναμική της Χρυσής Αυγής, που έγινε υποδοχέας έντονα οργισμένων ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν υιοθετούν την ιδεολογία της, τροφοδότησαν λανθασμένοι χειρισμοί της ΝΔ. Αυτοί είχαν ως αφετηρία ανοιχτά ή υπόγεια ανοίγματα στη Χρυσή Αυγή (βλ. Μπαλτάκος) μέχρι τις σπασμωδικές διώξεις. Ενώ οι φυλακισμένοι, μακριά από το προσκήνιο, έγιναν πολιτικά ακόμη πιο επικίνδυνοι. Άλλωστε, όσο λιγότερο μιλούν, τόσο περισσότερο κερδίζουν.
Αναφορικά με την Ελιά (το κρυπτόμενο τοξικό ΠΑΣΟΚ) έχουν γραφτεί και ακουστεί πρωτοφανείς υπερβολές. Το ΠΑΣΟΚ ούτε νικητής των εκλογών υπήρξε ούτε συγκαταλέγεται στους «νικητές». Απλώς απέφυγε τα χειρότερα χάνοντας το 1/3 της δύναμής του. Βεβαίως, ενώ θεωρείτο ο πιο εύθραυστος κυβερνητικός εταίρος, αν μη τι άλλο, δεν κινδυνεύει (τώρα) με αποσύνθεση. Το εάν μπορεί να αποτελέσει όμως πυλώνα μιας «νέας κεντροαριστεράς», είναι άκρως αμφιλεγόμενο. Ούτως ή άλλως, μια παρόμοια κεντροαριστερά δύσκολα μπορεί να δημιουργηθεί μέχρι τις εθνικές εκλογές, που λογικά θα γίνουν στις αρχές του 2015.
Το κεντρικό δεδομένο που μας επιτρέπει να κάνουμε λογικές εικασίες για τις προοπτικές των δύο ισχυρότερων κομμάτων είναι το ακόλουθο: Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπροστά του πρωτίστως ευκαιρίες, ενώ η ΝΔ έχει απέναντί της κυρίως κινδύνους. Έτσι, αντικειμενικά μπορεί να λεχθεί, ότι ευνοείται ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν κάνει το μεγάλο λάθος σε μια διαδρομή είσπραξης κυβερνητικής φθοράς. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός και η ΝΔ πρέπει να υπερβούν θεαματικά τον κυβερνητικό εαυτό τους, αν θέλουν να αλλάξουν μια δυναμική, που τείνει να ευνοεί τον αντίπαλό τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που ο τελευταίος αποτελεί ήδη την καταγεγραμμένη ισχυρότερη δύναμη.
Αν η ΝΔ συνεχίσει να κυβερνά με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο υλικό, θα αυτοκτονήσει πολιτικά. Ο «φόβος του ΣΥΡΙΖΑ» είναι φανερό πλέον ότι δεν αποτελεί σανίδα σωτηρίας για τη ΝΔ, έστω κι αν υπάρχουν έντονες επιφυλάξεις για την αξιωματική αντιπολίτευση. Το σκηνικό, όπως έδειξαν οι ευρωεκλογές, έχει αλλάξει, καθώς ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων είναι πρόθυμο να δοκιμάσει τον ΣΥΡΙΖΑ με βάση τη συλλογιστική «πόσο χειρότεροι μπορεί να είναι»; ΜΜΕ που στηρίζουν αναφανδόν την κυβέρνηση δεν της προσφέρουν υπηρεσίες καλλιεργώντας προπαγανδιστικά αισιόδοξες αυταπάτες. Αυταπάτη είναι και η επίκληση της ανατροπής, που πέτυχε οριακά ο Σημίτης το 2000, ως αντίστοιχη ελπίδα για τη ΝΔ τώρα, όταν είχε το ισχυρό όπλο της ένταξης στο ευρώ και η εικόνα της κυβέρνησής του ήταν με διαφορά καλύτερη της σημερινής της ΝΔ.
Για να αλλάξει το κλίμα στην κυβέρνηση απαιτούνται: Συθέμελες αλλαγές στη σύνθεσή της με ικανούς εκτός των κομματικών τειχών, που ξέρουν να διοικούν. Από όλο το δημόσιο τομέα πρέπει να σαρωθούν ανίκανοι «κολλητοί». Η μεταρρυθμιστική βούληση και υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στο πελατειακό κράτος, από ζητούμενο πρέπει να γίνει αταλάντευτη πρακτική. Όλα αυτά φυσικά απαιτούν υπέρβαση ενός συγκεκριμένου παλαιοκομματικού DNA. Είναι εύκολο να γίνει αυτό; Κάθε άλλο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε εκτιναχθεί με άλλη εικόνα, αντί να ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού ως το οριακά «μη χείρον». Ένα κόμμα που δεν χτίζει τις δικές του δυνάμεις και επαφίεται στις αδυναμίες του ανταγωνιστή του κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χάσει το όποιο momentum. Αν κερδίσει λοιπόν, θα επικρατήσει συγκυριακά. Και μετά θα καταρρεύσει γρήγορα. Πολλοί ψηφοφόροι επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ προσδοκώντας ότι δεν θα διατηρήσει, αλλά εν τέλει θα αλλάξει την εικόνα του με το βλέμμα στραμμένο κεντροαριστερά.
Μπορούν να αλλάξουν συθέμελα τα δύο ισχυρότερα κόμματα; Τούτο είναι άκρως αμφίβολο. Πιο εύκολη λύση και για τους δύο είναι να επενδύσουν στις αδυναμίες του ανταγωνιστή τους. Άρα, η επερχόμενη εκλογική μάχη θα γίνει πάλι στο πεδίο του «μη χείρον». Προφανώς, οι πιο σοβαρές αλλαγές επιβάλλεται να γίνουν στο κυβερνητικό στρατόπεδο, που φθείρεται και βλέπει την απήχησή του στον κατακερματισμένο μεσαίο χώρο να υποχωρεί δραματικά. Την ίδια ώρα πάντως, τίποτα δεν αλλάζει σε μια ευρύτερη και άκρως ανησυχητική πραγματικότητα. Η χώρα παλεύει με την κρίση της διαθέτοντας το πιο παθογενές κομματικό σύστημα της Ευρωζώνης.
(Ο Γιάννης Λούλης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος και μένει στον Άλιμο)
Πηγή: geitoniamou.gr