Το μήνυμα «Μένουμε Σπίτι» κυριαρχεί παντού και σχεδόν όλοι πλέον, πολύ συνετά, ακολουθούμε τις οδηγίες αποφεύγοντας τις μετακινήσεις και τις αχρείαστες κοινωνικές επαφές.
Ο αντίκτυπός όμως αυτής της αιφνίδιας, αλλά επιτακτικά αναγκαίας αλλαγής, στην «απλή» καθημερινότητά μας καθώς και στην ίδια την ιστορία, είναι κάτι που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη και είναι βέβαιο πως θα είναι πολύ μεγαλύτερος από όσο νομίζουμε.
Η ανακοίνωση των νέων μέτρων από την κυβέρνηση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από την Ελληνική κοινωνία και η σκιαγράφησή τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρά το γεγονός, πως όλοι συμφωνούν τελικά, πως τα μέτρα είναι “αναγκαίο κακό για το κοινό καλό”, ελάχιστοι κατάφεραν να περάσουν απευθείας στο τελικό ψυχικό στάδιο της αποδοχής, χωρίς να σταματήσουν στα προηγούμενα.
Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με αλλαγές, όλοι μας, βιώνουμε έντονες συναισθηματικές καταστάσεις. Η πρώτη αμυντική αντίδρασή μας είναι η άρνηση και εν συνεχεία ο θυμός.
Σταδιακά, ακολουθεί η διαπραγμάτευση, η θλίψη και εν τέλει η αποδοχή. Για τους περισσότερους, ο κοινωνικός περιορισμός βιώνεται ως απώλεια της ελευθερίας και τα συναισθήματά τους βαδίζουν στα ίδια 5 ευδιάκριτα στάδια που περνάμε και κατά την απώλεια αγαπημένων μας προσώπων. Πρακτικά η συντριπτική πλειοψηφία ολοκληρώνει αυτή τη στιγμή στο 3ο στάδιο της διαπραγμάτευσης και το προσωπικό στοίχημα πλέον για τον καθένα είναι να αποφύγει το 4ο στάδιο της θλίψης και να φτάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται στο 5ο και τελευταίο στάδιο… αυτό της αποδοχής.
Ας παρατηρήσουμε την εξέλιξη των γεγονότων:
1ο στάδιο – Άρνηση:
Η ανακοίνωση διακοπής λειτουργίας των σχολείων και των πρώτων συμβουλευτικών μέτρων δεν αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο από όλους.
Οι διαφορετικές αντιδράσεις συνδέονται εν μέρη με το επίπεδο ενημέρωσης σχετικά με την κατάσταση, αλλά κυρίως με την ψυχολογική κατάσταση και την προσωπικότητα του καθενός.
Σε κάποιους δημιούργησε μια αφελή και ευτυχώς προσωρινή αίσθηση ευθυμίας, καθώς στον καταπιεσμένο από την καθημερινότητα νου τους, μεταφράστηκε σαν “ευκαιρία για διακοπές”.
Συμπεριφορά που δείχνει μια ξεκάθαρη ματαίωση και άρνηση της ρουτίνας τους και την ανάγκη να ξεφύγουν, με κάθε κόστος. Ταυτόχρονα κάποιοι άλλοι αντέδρασαν με αδιαφορία απέναντι στις αρχικές εκτιμήσεις και τις πρώτες φωνές αγωνίας, συνεχίζοντας “ευλαβικά” τη δική τους πραγματικότητα.
Συμπεριφορά που δείχνει αντίστοιχα άρνηση της πραγματικότητας και άρνηση προς την αλλαγή, συνηθισμένη για όσους καταφεύγουν στην απομόνωση, μπλοκάροντας κάθε συναισθηματική αντίδραση, αντί να προσπαθήσουν να διαχειριστούν την αλλαγή.
2ο στάδιο – Θυμός:
Στη συνέχεια ανακοινώθηκαν τα πρώτα υποχρεωτικά περιοριστικά μέτρα. Μέτρα που αρχικά χαρακτηρίστηκαν “υπερβολικά αυστηρά”.
Αντίδραση αναμενόμενη για όσους δεν έχουν μάθει να οριοθετούνται ή να δέχονται φροντίδα – ακόμα κι αν σε αυτή την περίπτωση η φροντίδα ήρθε με τη μορφή περιορισμού από τον πιο απρόσμενο “συμβολικό πατέρα”… το κράτος.
Ειδικά για ένα λαό σαν το δικό μας, η ελευθερία επισφραγίζει την ατομική δύναμη του καθενός, επομένως ο περιορισμός αυτής, εύκολα προκαλεί μία ψυχική ταραχή. Μια ταραχή που συνειδητά ή ασυνείδητα προκαλείται σε κάθε ανθρώπινη ψυχή εν αναμονή ενός επερχόμενου (γνωστού ή άγνωστου) κακού.
Ο φόβος, η ανασφάλεια, η αγωνία, τα αδιέξοδα σενάρια και η τρομολαγνεία έκαναν την εμφάνισή τους. Πολλές φορές, οι άνθρωποι «προτιμούν» να βιώσουν το συναίσθημα του θυμού, ένα συναίσθημα που έχει ενέργεια, και δίνει «δύναμη», διότι έτσι νιώθουν ζωντανοί, ενώ στην ουσία αυτό είναι μία ψευδής ζωντάνια προς αποφυγή των συναισθημάτων τους.
Σε αυτό το στάδιο επίσης, οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν κάποιον για να του ρίξουν τις ευθύνες προκειμένου να απαλληνθεί το αίσθημα του θυμού.
3ο στάδιο: Διαπραγμάτευση
Τη σκυτάλη πήρε ο καταιγισμός πληροφοριών, η ουσιαστική ενημέρωση, τα πραγματικά δεδομένα και η ανακοίνωση επιπλέον μέτρων, τόσο περιορισμού και προστασίας, όσο και στήριξης της κοινωνίας.
Το δυστυχώς σοκαριστικό παράδειγμα αποτυχίας της γειτονικής Ιταλίας που δεν κατάφερε να ελέγξει έγκαιρα την εξάπλωση του ιού, οδηγεί αναπόφευκτα στη συνειδητοποίηση πως η κατάσταση είναι πολύ σοβαρότερη από όσο αρχικά νομίζαμε.
Κάτω από την συνεχώς εντεινόμενη κοινωνική πίεση, οι θυμωμένες και αντιδραστικές φωνές άρχισαν να εξασθενούν και τελικά να συμμορφώνονται με τις οδηγίες (με ή χωρίς τη θέλησή τους).
Η διαπραγμάτευση βρίσκει νικήτρια τη λογική και την ατομική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
4ο στάδιο: Θλίψη
Η επίγνωση πλέον της σκληρής, δυστυχώς, πραγματικότητας έχει αρχίσει να “γρατζουνάει” ήδη πληγές που δεν έχουν ανοίξει ακόμα, αλλά προβλέπεται να είναι οδυνηρές.
Πληγές λύπης για την απώλεια συνανθρώπων μας, πληγές στην οικονομία που μακάρι να διαψευστώ αλλά για κάποιους θα αγγίξουν (ή θα ξεπεράσουν) τα σύνορα της επιβίωσης, πληγές στις κοινωνικές σχέσεις που απομακρύνονται ή μαθαίνουν να λειτουργούν με υποκατάστατα, αλλά και πληγές στην προσωπικότητα του καθένα από εμάς, αφού όλοι μας καλούμαστε να διαχειριστούμε καταστάσεις πρωτόγνωρες, δίχως να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτές.
Σε αυτό το στάδιο ερχόμαστε σε επαφή με τα συναισθήματά μας, αυτό της στεναχώριας, του πόνου, της αβεβαιότητας καθώς και του φόβου. Τώρα είναι η στιγμή που ξεκινάει η πραγματική αναγνώριση και συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης.
Όσο πιο σύντομα ξεφύγουμε από αυτές τις μοιραίες σκέψεις, τόσο πιο εύκολα θα καταφέρουμε να γίνουμε δημιουργικοί και να εκμεταλλευτούμε το χρόνο που απρόσμενα μας δίνεται με τον εαυτό μας και τους ανθρώπους που αγαπάμε.
5ο στάδιο: Αποδοχή
Οδηγούμενοι λοιπόν, εκ των πραγμάτων στην αποδοχή της πραγματικότητας και αντιλαμβανόμενοι πως η κατάσταση καραντίνας είναι πλέον δεδομένο πως θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από όσο αρχικά εκτιμούσαμε, καλούμαστε να αποφασίσουμε πώς θα διαχειριστούμε αυτήν την “υποχρεωτική ευκαιρία”.
Άλλωστε, όπως υπογραμμίζει και ο Ζαν- Πωλ Σαρτρ: “Ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του”. Επομένως… εσύ τι επιλογή θα κάνεις;
Θα αξιοποιήσεις αυτό το χρόνο θετικά, προκειμένου να προστατέψεις όχι μόνο την σωματική σου υγεία, αλλά και την ψυχική σου ανθεκτικότητα ή θα επιμείνεις στην ανώφελη αντίληψη μιας “κενής ομηρίας” που περιμένει την απελευθέρωση, δίχως να κάνει βήμα προόδου;
*Φραντζέσκα Καραγιάννη, MSc Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια.
Πηγή: madata.gr